-
1 ερμηνεία
[эрминиа] ουσ. Θ. толкование, истолкование.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ερμηνεία
-
2 вариант ιραριαντ/][/*] ουσ. α. αΛΛη ερμηνεία
[βαρίτ"] ρ. βράζωРусско-греческий новый словарь > вариант ιραριαντ/][/*] ουσ. α. αΛΛη ερμηνεία
-
3 вариант ιραριαντ][/*] ουσ α αΛΛη ερμηνεία
[βαρίτ"] ρ βράζωРусско-эллинский словарь > вариант ιραριαντ][/*] ουσ α αΛΛη ερμηνεία
-
4 интерпретация
интерпретацияж1. ἡ ἐρμηνεία, ἡ ἐπεξήγηση [-ις]:\интерпретация текста ἡ ἐρμηνεία τοῦ κειμένου· \интерпретация законов ἡ ἐρμηνεία τῶν νόμων2. (исполнителя) ἡ ἐρμηνεία:новая \интерпретация роли καινούρ(γ)ια ἐρμηνεία τοῦ ρόλου. -
5 интерпретация
-и θ.ερμηνεία• μετάφραση•интерпретация закона ερμηνεία νόμου•
интерпретация текста ερμηνεία του νοήματος του κειμένου.
-
6 объяснение
-
7 пояснение
-
8 объяснение
объяснениес1. (действие) ἡ ἐξήγη-°4 [-ιί]. ἡ ἐρμηνεία:\объяснение трудных слов ἡ ἐρμηνεία των δύσκολων λέξεων2. (в оправдание чего-л.) ἡ ἐξήγηση, ἡ δικαιολογία:давать \объяснениеения ἐξηγῶ, δίνω ἐξήΥηση·3. (причина, источник) ἡ ἐξήγηση, ἡ αίτιολόγηση [-ις]·4. (разговор для выяснения чего-л.) ἡ ἐξήγηση:иметь \объяснение с кем-л. ἐξηγοῦμαι μέ κάποιον ◊ \объяснение в любви ἡ ἐρωτική ἐξομολόγηση. -
9 толкование
толкованиес1. ἡ ἐρμηνεία, ἡ ἐξήγηση [-ις]·2. (объяснительный текст) τό σχόλιο[ν], ἡ ἐρμηνεία. -
10 истолкование
-я ουδ.ερμηνεία, εξήγηση•неправильное истолкование закона παρερμηνεία του νόμου•
истолкование выражения. ερμηνεία της έκφρασης.
-
11 объяснение
-я ουδ.1. (επ)εξήγηση, διασαφήνιση• ερμηνεία•объяснение явлений природы εξήγηση των φυσικών φαινομένων•
объяснение урока εξήγηση του μαθήματος•
объяснение непонятных слов ερμηνεία των δυσκολονόητων λέξεων.
2. διακανονισμός ζητήματος.3. εξηγήσεις, δικαιολογίες (για διαγωγή).εκφρ.объяснение в любви – ερωτική εξομολόγηση. -
12 толкование
-я ουδ.1. ερμηνεία, εξήγηση•толкование законов ερμηνεία των νόμων•
толкование снов εξήγηση των ονείρων.
βλ. трактовка.2. επεξήγηση (κειμένου).3. παλ. λόγια, κουβέντες, κρίσεις και επικρίσεις. -
13 вариант
η άλλη εκδοχήη παραλλαγή, η άλλη ερμηνεία-ность ο αριθμός των εκδοχών/ερμηνειών/εναλλακτικών μορφών.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вариант
-
14 версия
η εκδοχή, η ερμηνεία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > версия
-
15 исполнение
1. (выполнение, осуществление) η εκτέλεση 2 (вид работы) η κατασκευήбрызгонепроницаемое - προστατευόμενη από ύδωρ/σταγόνεςвзрывозащищён-ное - см. взрывобезопасное -экспортное - για εξαγωγή 3 (муз.театр.) η ερμηνεία, η εκτέλεσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > исполнение
-
16 истолкование
η ερμηνεία, η εξήγηση-тель ο ερμηνευτής, ο σχολιαστήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > истолкование
-
17 понимание
1. (способность осмыслять, постигать содержание, смысл, значение) η κατανόηση, η αντίληψη, η ερμηνεία 2. (та или иная точка зрения на что-л.) η αντίληψη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > понимание
-
18 расшифровка
(данных наблюдений) η ερμηνείαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > расшифровка
-
19 трактовка
η ερμηνεία, η πραγματεία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > трактовка
-
20 экспликация
η λεπτομερής ανάλυση/επεξήγηση, η αναλυτική ερμηνεία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > экспликация
См. также в других словарях:
ἑρμηνεία — ἑρμηνείᾱ , ἑρμηνεία interpretation fem nom/voc/acc dual ἑρμηνείᾱ , ἑρμηνεία interpretation fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρμηνείᾳ — ἑρμηνείᾱͅ , ἑρμηνεία interpretation fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερμηνεία — η (AM ἑρμηνεία) [ερμηνεύς] 1. εξήγηση, διασαφήνιση, αποσαφήνιση σκοτεινής ή διφορούμενης έννοιας 2. μετάφραση κειμένου 3. μεταγλώττιση από μια γλώσσα σε άλλη 4. (νομ.) η επιστημονική εργασία που γίνεται για να διαγνωστεί η αληθινή βούληση τού… … Dictionary of Greek
ερμηνεία — η 1. η πράξη του ερμηνεύω, εξήγηση, διασάφηση: Αυτή είναι η πιο σωστή ερμηνεία του νόμου. 2. μετάφραση, μεταγλώττιση κειμένου: Να γραφεί και η ερμηνεία του κειμένου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἑρμηνείας — ἑρμηνείᾱς , ἑρμηνεία interpretation fem acc pl ἑρμηνείᾱς , ἑρμηνεία interpretation fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρμηνείαι — ἑρμηνείᾱͅ , ἑρμηνεία interpretation fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρμηνείαν — ἑρμηνείᾱν , ἑρμηνεία interpretation fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρμηνειῶν — ἑρμηνεία interpretation fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρμηνεῖαι — ἑρμηνεία interpretation fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρμηνείαις — ἑρμηνεία interpretation fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρμηνείην — ἑρμηνεία interpretation fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)